- προκόμιον
- προκόμιονforelockneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκόμιον — τὸ, Α 1. η τούφα από τη χαίτη τού αλόγου που πέφτει στο μέτωπο 2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα 3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόμιον … Dictionary of Greek
προκομίων — προκόμιον forelock neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκόμια — προκόμιον forelock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκομία — ἡ, Α το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκόμιον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πρόκοττα — και προκόττα, ἡ, Α (δωρ. τ.) το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek